- τσαρισμός
- ο, Νη αυταρχική εξουσία τών τσάρων τής Ρωσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. czarism / tsarism < czar / tsar (βλ. τσάρος) + κατάλ. -ism. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαρισμός — ο η απολυταρχική εξουσία των τσάρων στην αυτοκρατορική Ρωσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… … Dictionary of Greek
παντουρανισμός — Πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στον συνασπισμό όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών και γενικότερα των τουρκοκρατικών φυλών της Ασίας σε ενιαίο κράτος ή σε ομοσπονδία. Πρώτοι θιασώτες του π. υπήρξαν οι Ούγγροι, στην προσπάθειά τους… … Dictionary of Greek